ποποῖ — πόποι indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόποι — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
POPAE — Ministri sacrorum apud Romanos, qui hostias victimasque ligabant, ac cultrum, aquam molamque parabant, et reliqua sacris necessaria laureatique et succincti, atque ad ilia usque nudi eas ante aras deductas feriebant. Unde Sueton. Calig. c. 32.… … Hofmann J. Lexicon universale
αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… … Dictionary of Greek
πωπώ — και ποπό! Ν επιφώνημα που δηλώνει: α) έκπληξη, θαυμασμό («πωπώ, τί μεγάλο ψάρι είναι αυτό!») β) δυσαρέσκεια, αηδία («πωπώ, τί άσχημο κτήριο!») γ) στενοχώρια («πωπώ, τί κακό που μάς βρήκε!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάω! πάω! ως επιφών. πόνου ή, κατ άλλους… … Dictionary of Greek
πόπαξ — Α επιφών. αποστροφής, πόνου ή δυσαρέσκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πόποι] … Dictionary of Greek